αναχεντρώνω

αναχεντρώνω
αναχαι-)
1. ορθώνονται οι τρίχες της κεφαλής μου, ανατριχιάζω
2. (μέσ., -ώνομαι) αγριεύω, σηκώνομαι απειλητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε μάλλον από το χαίτη κατά τα ρήμ. σε -ρώνω με ανάπτυξη και επένθεση τού -ν- πριν το -τ-
γι’ αυτό ίσως ορθότερη είναι η γραφή αναχαιντρώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”